- νήφω
- (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω)1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρεςδοκεῑτε γάρ μοι νήφεινοὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.)2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμοςαρχ.1. αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, αναρρωννύω2. μτφ. α) (ιδίως για συγγραφέα) είμαι απαλλαγμένος από πάθη, είμαι ψυχρός, αντικειμενικός, δίκαιος («ἐγὼ δ' ὑπ' ἐχθροῡ, νήφοντος, ἕωθεν, ὕβρει καὶ οὐκ οἴνῳ τοῡτο ποιοῡντος, ὑβριζόμην», Δημοσθ.)β) είμαι προσεκτικός, προνοητικός, βρίσκομαι σε εγρήγορση («νᾱφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῑν», Επίχ.)γ) έχω αυτοέλεγχο («νήφει καὶ πρότερον αἱρεῑται τοῡ πολλοῡ τὸ τοῡ μέτρου ἐχόμενον», Πλάτ.)3. (η μτχ. νήφων ως επίθ.) νηφάλιος, ξεμέθυστος4. φρ. «νήφων θεός» — το νερό5. παροιμ. «τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῡ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῡ μεθύοντος» — λέγεται στις περιπτώσεις που μπορεί κανείς να μάθει την αλήθεια από έναν μεθυσμένο (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήφω εντάσσεται σε ένα σύστημα τύπων, νηφ-άλιος, νηφ-αλέος, νηφ-αίνω και νήφ-ων, μέσα στο οποίο δεν φαίνεται να έχει την αρχική παραγωγική θέση (πρωτόθετο). Η σπανιότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. στον ενεστώτα καθώς και το ότι ο αόρ. τού ρ. ἔνηψα είναι μεταγενέστερος οδήγησαν στη βεβαιότητα ότι οι ονοματικές μορφές τού συστήματος νηφάλιος, νηφαλέος και νήφων είναι οι αρχικές, ενώ το ρ. νήφω λειτουργεί ως μετονοματικό παράγωγο. Το θ. νηφ- τών τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρμ. nawťi «νηφάλιος»].
Dictionary of Greek. 2013.